Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
View word page
ὀνειρόμαντις
ὀνειρόμαντις ὀνειρό-μαντις, εως, an interpreter of dreams, Aesch.

ShortDef

an interpreter of dreams

Debugging

Headword:
ὀνειρόμαντις
Headword (normalized):
ὀνειρόμαντις
Headword (normalized/stripped):
ονειρομαντις
IDX:
23273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23296
Key:
o)neiro/mantis

Data

{'content': 'ὀνειρόμαντις\n ὀνειρό-μαντις, εως,\n an interpreter of dreams, Aesch.', 'key': 'o)neiro/mantis'}