Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνεύω
View word page
ὄνειος
ὄνειος ὄνειος, α, ον ὄνος of an ass, Ar.; ὄν. γάλα assʼs milk, Dem.

ShortDef

of an ass
useful

Debugging

Headword:
ὄνειος
Headword (normalized):
ὄνειος
Headword (normalized/stripped):
ονειος
IDX:
23269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23292
Key:
o)/neios1

Data

{'content': 'ὄνειος\n ὄνειος, α, ον\n ὄνος\n of an ass, Ar.; ὄν. γάλα assʼs milk, Dem.', 'key': 'o)/neios1'}