Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄναγρος
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
View word page
ὄνειδος
ὄνειδος .ὄνειδος, εος, τό, reproach, censure, blame, Hom.; ὄνειδος ἔχειν to be in disgrace, Hdt.; ὄνειδός ἐστι, c. inf., Eur.; ὡς ἐν ὀνείδει by way of reproach, Plat.:—pl., ὀνείδη ἔχειν τὰ μέγιστα Plat., etc. matter of reproach, a reproach, disgrace, σοὶ, μὲν δὴ κατηφείη καὶ ὄν., Il.; c. gen., τὸ πόλεως ὄν. the reproach of the city, Aesch.; ὄν. Ἑλλάνων Soph.; so, Oedipus calls his daughters τοιαῦτʼ ὀνείδη Soph.

ShortDef

reproach, censure, blame

Debugging

Headword:
ὄνειδος
Headword (normalized):
ὄνειδος
Headword (normalized/stripped):
ονειδος
IDX:
23268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23291
Key:
o)/neidos

Data

{'content': 'ὄνειδος\n .ὄνειδος, εος, τό,\n reproach, censure, blame, Hom.; ὄνειδος ἔχειν to be in disgrace, Hdt.; ὄνειδός ἐστι, c. inf., Eur.; ὡς ἐν ὀνείδει by way of reproach, Plat.:—pl., ὀνείδη ἔχειν τὰ μέγιστα Plat., etc.\n matter of reproach, a reproach, disgrace, σοὶ, μὲν δὴ κατηφείη καὶ ὄν., Il.; c. gen., τὸ πόλεως ὄν. the reproach of the city, Aesch.; ὄν. Ἑλλάνων Soph.; so, Oedipus calls his daughters τοιαῦτʼ ὀνείδη Soph.', 'key': 'o)/neidos'}