Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὄναγρος
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
View word page
ὀνειδιστής
ὀνειδιστής ὀνειδιστής, οῦ, ὁ, from ὀνειδίζω one who reproaches with a thing, c. gen. rei, Arist.
ShortDef
one who reproaches with
Debugging
Headword:
ὀνειδιστής
Headword (normalized):
ὀνειδιστής
Headword (normalized/stripped):
ονειδιστης
IDX:
23266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23289
Key:
o)neidisth/s
Data
{'content': 'ὀνειδιστής\n ὀνειδιστής, οῦ, ὁ,\n from ὀνειδίζω\n one who reproaches with a thing, c. gen. rei, Arist.', 'key': 'o)neidisth/s'}