Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὅμως
ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὄναγρος
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
View word page
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστήρ ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ, from ὀνειδίζω = ὀνειδιστής full of reproach, Eur.

ShortDef

full of reproach

Debugging

Headword:
ὀνειδιστήρ
Headword (normalized):
ὀνειδιστήρ
Headword (normalized/stripped):
ονειδιστηρ
IDX:
23265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23288
Key:
o)neidisth/r

Data

{'content': 'ὀνειδιστήρ\n ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ,\n from ὀνειδίζω\n = ὀνειδιστής\n full of reproach, Eur.', 'key': 'o)neidisth/r'}