Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀμφή
ὁμῶλαξ
ὁμωνυμία
ὁμώνυμος
ὁμωρόφιος
ὅμως
ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὄναγρος
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρειος
View word page
ὀνεία
ὀνεία ὀνεία, (sc. δορά) assʼs skin, fem. of ὄνειος, Babr.

ShortDef

ass’s skin (LSJ ὄνειος)

Debugging

Headword:
ὀνεία
Headword (normalized):
ὀνεία
Headword (normalized/stripped):
ονεια
IDX:
23260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23283
Key:
o)nei/a

Data

{'content': 'ὀνεία\n ὀνεία, (sc. δορά) assʼs skin, fem. of ὄνειος, Babr.', 'key': 'o)nei/a'}