Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμῶλαξ
ὁμωνυμία
ὁμώνυμος
ὁμωρόφιος
ὅμως
ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὄναγρος
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
View word page
ὄναγρος
ὄναγρος ὄν-αγρος, ὁ, = ὄνος ἄγριος the wild ass, Strab., Babr.

ShortDef

the wild ass

Debugging

Headword:
ὄναγρος
Headword (normalized):
ὄναγρος
Headword (normalized/stripped):
οναγρος
IDX:
23258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23281
Key:
o)/nagros

Data

{'content': 'ὄναγρος\n ὄν-αγρος, ὁ,\n = ὄνος ἄγριος\n the wild ass, Strab., Babr.', 'key': 'o)/nagros'}