Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄμπνη
ὄμπνιος
ὀμφακίας
ὀμφακοράξ
ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμῶλαξ
ὁμωνυμία
ὁμώνυμος
ὁμωρόφιος
ὅμως
ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὄναγρος
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
View word page
ὁμῶλαξ
ὁμῶλαξ ὁμ-ῶλαξ, ακος, Doric for ὁμαῦλαξ.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμῶλαξ
Headword (normalized):
ὁμῶλαξ
Headword (normalized/stripped):
ομωλαξ
IDX:
23251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23274
Key:
o(mw=lac

Data

{'content': 'ὁμῶλαξ\n ὁμ-ῶλαξ, ακος,\n Doric for ὁμαῦλαξ.', 'key': 'o(mw=lac'}