Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλύω
ἀνάλωμα
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
View word page
ἀνάλωμα
ἀνάλωμα ἀνᾱλόω expenditure, cost, in pl. expenses, Thuc., etc.

ShortDef

expenditure, cost

Debugging

Headword:
ἀνάλωμα
Headword (normalized):
ἀνάλωμα
Headword (normalized/stripped):
αναλωμα
IDX:
2326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2327
Key:
a)na/lwma

Data

{'content': 'ἀνάλωμα\n ἀνᾱλόω\n expenditure, cost, in pl. expenses, Thuc., etc.', 'key': 'a)na/lwma'}