Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμόχροια
ὁμοχρονέω
ὁμόχρονος
ὁμόψηφος
ὁμόω
ὄμπνη
ὄμπνιος
ὀμφακίας
ὀμφακοράξ
ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμῶλαξ
ὁμωνυμία
ὁμώνυμος
ὁμωρόφιος
ὅμως
ὁμῶς
View word page
ὀμφάλιος
ὀμφάλιος ὀμφάλιος, ον, ὀμφᾰλός having a boss, bossy, Anth.
ShortDef
having a boss, bossy
Debugging
Headword:
ὀμφάλιος
Headword (normalized):
ὀμφάλιος
Headword (normalized/stripped):
ομφαλιος
IDX:
23246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23269
Key:
o)mfa/lios
Data
{'content': 'ὀμφάλιος\n ὀμφάλιος, ον,\n ὀμφᾰλός\n having a boss, bossy, Anth.', 'key': 'o)mfa/lios'}