Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμόφωνος
ὁμόχροια
ὁμοχρονέω
ὁμόχρονος
ὁμόψηφος
ὁμόω
ὄμπνη
ὄμπνιος
ὀμφακίας
ὀμφακοράξ
ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμῶλαξ
ὁμωνυμία
ὁμώνυμος
ὁμωρόφιος
ὅμως
View word page
ὀμφάλιον
ὀμφάλιον ὀμφάλιον, ου, τό, Dim. of ὀμφαλός, Anth.

ShortDef

Omphalium, plain in Crete

Debugging

Headword:
ὀμφάλιον
Headword (normalized):
ὀμφάλιον
Headword (normalized/stripped):
ομφαλιον
IDX:
23245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23268
Key:
o)mfa/lion

Data

{'content': 'ὀμφάλιον\n ὀμφάλιον, ου, τό,\n Dim. of ὀμφαλός, Anth.', 'key': 'o)mfa/lion'}