Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμοφωνία
ὁμόφωνος
ὁμόχροια
ὁμοχρονέω
ὁμόχρονος
ὁμόψηφος
ὁμόω
ὄμπνη
ὄμπνιος
ὀμφακίας
ὀμφακοράξ
ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμῶλαξ
ὁμωνυμία
ὁμώνυμος
ὁμωρόφιος
View word page
ὀμφακοράξ
ὀμφακοράξ ὀμφᾰκο-ράξ, ᾶγος, with sour grapes, Anth.

ShortDef

with sour grapes

Debugging

Headword:
ὀμφακοράξ
Headword (normalized):
ὀμφακοράξ
Headword (normalized/stripped):
ομφακοραξ
IDX:
23244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23267
Key:
o)mfakora/c

Data

{'content': 'ὀμφακοράξ\n ὀμφᾰκο-ράξ, ᾶγος,\n with sour grapes, Anth.', 'key': 'o)mfakora/c'}