Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμοφυλία
ὁμόφυλος
ὁμοφωνέω
ὁμοφωνία
ὁμόφωνος
ὁμόχροια
ὁμοχρονέω
ὁμόχρονος
ὁμόψηφος
ὁμόω
ὄμπνη
ὄμπνιος
ὀμφακίας
ὀμφακοράξ
ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμῶλαξ
View word page
ὄμπνη
ὄμπνη .ὄμπνη, ἡ, food, corn.
ShortDef
food, grain
Debugging
Headword:
ὄμπνη
Headword (normalized):
ὄμπνη
Headword (normalized/stripped):
ομπνη
IDX:
23241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23264
Key:
o)/mpnh
Data
{'content': 'ὄμπνη\n .ὄμπνη, ἡ,\n food, corn.', 'key': 'o)/mpnh'}