Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμότιμος
ὁμότοιχος
ὁμοτράπεζος
ὁμότροπος
ὁμότροφος
ὁμοῦ
ὁμόφοιτος
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμοφυής
ὁμοφυλία
ὁμόφυλος
ὁμοφωνέω
ὁμοφωνία
ὁμόφωνος
ὁμόχροια
ὁμοχρονέω
ὁμόχρονος
ὁμόψηφος
ὁμόω
View word page
ὁμοφυής
ὁμοφυής ὁμο-φυής, ές φυή of the same growth or nature, Plat.
ShortDef
of the same growth
Debugging
Headword:
ὁμοφυής
Headword (normalized):
ὁμοφυής
Headword (normalized/stripped):
ομοφυης
IDX:
23230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23253
Key:
o(mofuh/s
Data
{'content': 'ὁμοφυής\n ὁμο-φυής, ές\n φυή\n of the same growth or nature, Plat.', 'key': 'o(mofuh/s'}