Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμότεχνος
ὁμοτιμία
ὁμότιμος
ὁμότοιχος
ὁμοτράπεζος
ὁμότροπος
ὁμότροφος
ὁμοῦ
ὁμόφοιτος
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμοφυής
ὁμοφυλία
ὁμόφυλος
ὁμοφωνέω
ὁμοφωνία
ὁμόφωνος
ὁμόχροια
ὁμοχρονέω
ὁμόχρονος
View word page
ὁμοφροσύνη
ὁμοφροσύνη ὁμοφροσύνη, ἡ, = ὁμόνοια, Od. from ὁμόφρων
ShortDef
unity of mind and feeling
Debugging
Headword:
ὁμοφροσύνη
Headword (normalized):
ὁμοφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
ομοφροσυνη
IDX:
23228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23251
Key:
o(mofrosu/nh
Data
{'content': 'ὁμοφροσύνη\n ὁμοφροσύνη, ἡ,\n = ὁμόνοια, Od.\n from ὁμόφρων', 'key': 'o(mofrosu/nh'}