Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμόστολος
ὁμόταφος
ὁμότεχνος
ὁμοτιμία
ὁμότιμος
ὁμότοιχος
ὁμοτράπεζος
ὁμότροπος
ὁμότροφος
ὁμοῦ
ὁμόφοιτος
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμοφυής
ὁμοφυλία
ὁμόφυλος
ὁμοφωνέω
ὁμοφωνία
ὁμόφωνος
ὁμόχροια
View word page
ὁμόφοιτος
ὁμόφοιτος ὁμό-φοιτος, ον, φοιτάω going by the side of another, c. gen., Pind.

ShortDef

going by the side of

Debugging

Headword:
ὁμόφοιτος
Headword (normalized):
ὁμόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
ομοφοιτος
IDX:
23226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23249
Key:
o(mo/foitos

Data

{'content': 'ὁμόφοιτος\n ὁμό-φοιτος, ον,\n φοιτάω\n going by the side of another, c. gen., Pind.', 'key': 'o(mo/foitos'}