Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόστολος
ὁμόταφος
ὁμότεχνος
ὁμοτιμία
ὁμότιμος
ὁμότοιχος
ὁμοτράπεζος
ὁμότροπος
ὁμότροφος
ὁμοῦ
ὁμόφοιτος
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμοφυής
ὁμοφυλία
ὁμόφυλος
ὁμοφωνέω
ὁμοφωνία
View word page
ὁμότροφος
ὁμότροφος ὁμό-τροφος, ον, τρέφω reared or bred together with another, c. dat., Hhymn.; ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, of domestic animals, Hdt. absol., ὁμότρ. πεδία plains where we fed in common, Ar.

ShortDef

reared

Debugging

Headword:
ὁμότροφος
Headword (normalized):
ὁμότροφος
Headword (normalized/stripped):
ομοτροφος
IDX:
23224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23247
Key:
o(mo/trofos

Data

{'content': 'ὁμότροφος\n ὁμό-τροφος, ον,\n τρέφω\n reared or bred together with another, c. dat., Hhymn.; ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, of domestic animals, Hdt.\n absol., ὁμότρ. πεδία plains where we fed in common, Ar.', 'key': 'o(mo/trofos'}