Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμός
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόστολος
ὁμόταφος
ὁμότεχνος
ὁμοτιμία
ὁμότιμος
ὁμότοιχος
ὁμοτράπεζος
ὁμότροπος
ὁμότροφος
ὁμοῦ
ὁμόφοιτος
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμοφυής
ὁμοφυλία
ὁμόφυλος
ὁμοφωνέω
View word page
ὁμότροπος
ὁμότροπος ὁμό-τροπος, ον, of the same habits or life, Plat.:— as Subst., οἱ ὁμότροποί τινος oneʼs messmates, Aeschin. of like fashion, Hdt.
ShortDef
of the same habits
Debugging
Headword:
ὁμότροπος
Headword (normalized):
ὁμότροπος
Headword (normalized/stripped):
ομοτροπος
IDX:
23223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23246
Key:
o(mo/tropos
Data
{'content': 'ὁμότροπος\n ὁμό-τροπος, ον,\n of the same habits or life, Plat.:— as Subst., οἱ ὁμότροποί τινος oneʼs messmates, Aeschin.\n of like fashion, Hdt.', 'key': 'o(mo/tropos'}