Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλύω
ἀνάλωμα
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
View word page
ἀνάλυσις
ἀνάλυσις ἀναλύω a loosing, releasing, κακῶν from evils, Soph. (from Pass.) retirement, departure, death, NTest.

ShortDef

a loosing, releasing

Debugging

Headword:
ἀνάλυσις
Headword (normalized):
ἀνάλυσις
Headword (normalized/stripped):
αναλυσις
IDX:
2323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2324
Key:
a)na/lusis

Data

{'content': 'ἀνάλυσις\n ἀναλύω\n a loosing, releasing, κακῶν from evils, Soph.\n (from Pass.) retirement, departure, death, NTest.', 'key': 'a)na/lusis'}