Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμοσθενής
ὁμοσιτέω
ὁμόσιτος
ὁμόσκευος
ὁμόσκηνος
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμός
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόστολος
ὁμόταφος
ὁμότεχνος
ὁμοτιμία
ὁμότιμος
ὁμότοιχος
ὁμοτράπεζος
ὁμότροπος
ὁμότροφος
ὁμοῦ
ὁμόφοιτος
View word page
ὁμόστολος
ὁμόστολος ὁμό-στολος, ον, στέλλω in company with others, c. gen., Soph.
ShortDef
in company with
Debugging
Headword:
ὁμόστολος
Headword (normalized):
ὁμόστολος
Headword (normalized/stripped):
ομοστολος
IDX:
23216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23239
Key:
o(mo/stolos
Data
{'content': 'ὁμόστολος\n ὁμό-στολος, ον,\n στέλλω\n in company with others, c. gen., Soph.', 'key': 'o(mo/stolos'}