Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμόσε
ὁμοσθενής
ὁμοσιτέω
ὁμόσιτος
ὁμόσκευος
ὁμόσκηνος
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμός
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόστολος
ὁμόταφος
ὁμότεχνος
ὁμοτιμία
ὁμότιμος
ὁμότοιχος
ὁμοτράπεζος
ὁμότροπος
View word page
ὁμός
ὁμός .ὁμός, ή, όν akin to ἅμα one and the same, common, joint, Lat. communis, Hom., Hes.; ὁμὰ φρονεῖν to be of one mind, Hes.
ShortDef
one and the same, common, joint
Debugging
Headword:
ὁμός
Headword (normalized):
ὁμός
Headword (normalized/stripped):
ομος
IDX:
23213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23236
Key:
o(mo/s
Data
{'content': 'ὁμός\n .ὁμός, ή, όν\n akin to ἅμα\n one and the same, common, joint, Lat. communis, Hom., Hes.; ὁμὰ φρονεῖν to be of one mind, Hes.', 'key': 'o(mo/s'}