Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμορέω
ὅμορος
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμόσε
ὁμοσθενής
ὁμοσιτέω
ὁμόσιτος
ὁμόσκευος
ὁμόσκηνος
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμός
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόστολος
ὁμόταφος
ὁμότεχνος
ὁμοτιμία
ὁμότιμος
ὁμότοιχος
View word page
ὁμοσκηνόω
ὁμοσκηνόω ὁμοσκηνόω, fut. -ώσω to live in the same tent or house with others, c. dat., Xen.
ShortDef
to live in the same tent
Debugging
Headword:
ὁμοσκηνόω
Headword (normalized):
ὁμοσκηνόω
Headword (normalized/stripped):
ομοσκηνοω
IDX:
23211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23234
Key:
o(moskhno/w
Data
{'content': 'ὁμοσκηνόω\n ὁμοσκηνόω,\n fut. -ώσω\n to live in the same tent or house with others, c. dat., Xen.', 'key': 'o(moskhno/w'}