Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὅμορος
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμόσε
ὁμοσθενής
ὁμοσιτέω
ὁμόσιτος
ὁμόσκευος
ὁμόσκηνος
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμός
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόστολος
ὁμόταφος
ὁμότεχνος
ὁμοτιμία
ὁμότιμος
View word page
ὁμόσκηνος
ὁμόσκηνος ὁμό-σκηνος, ον, σκηνη living in the same tent.

ShortDef

living in the same tent

Debugging

Headword:
ὁμόσκηνος
Headword (normalized):
ὁμόσκηνος
Headword (normalized/stripped):
ομοσκηνος
IDX:
23210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23233
Key:
o(mo/skhnos

Data

{'content': 'ὁμόσκηνος\n ὁμό-σκηνος, ον,\n σκηνη\n living in the same tent.', 'key': 'o(mo/skhnos'}