Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὅμορος
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμόσε
ὁμοσθενής
ὁμοσιτέω
ὁμόσιτος
ὁμόσκευος
ὁμόσκηνος
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμός
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόστολος
ὁμόταφος
ὁμότεχνος
View word page
ὁμόσιτος
ὁμόσιτος ὁμό-σῑτος, ον, eating together, μετά τινος Hdt.

ShortDef

eating together

Debugging

Headword:
ὁμόσιτος
Headword (normalized):
ὁμόσιτος
Headword (normalized/stripped):
ομοσιτος
IDX:
23208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23231
Key:
o(mo/sitos

Data

{'content': 'ὁμόσιτος\n ὁμό-σῑτος, ον,\n eating together, μετά τινος Hdt.', 'key': 'o(mo/sitos'}