Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλύω
ἀνάλωμα
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
View word page
ἄναλτος
ἄναλτος ἄλθομαι not to be filled, insatiate, Od.
ShortDef
not to be filled, insatiate
unsalted
Debugging
Headword:
ἄναλτος
Headword (normalized):
ἄναλτος
Headword (normalized/stripped):
αναλτος
IDX:
2322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2323
Key:
a)/naltos2
Data
{'content': 'ἄναλτος\n ἄλθομαι\n not to be filled, insatiate, Od.', 'key': 'a)/naltos2'}