Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλύω
ἀνάλωμα
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
View word page
ἀνάλογος
ἀνάλογος proportionate, Plat.: neut. as adv. in proportion, analogously, Arist.

ShortDef

proportionate

Debugging

Headword:
ἀνάλογος
Headword (normalized):
ἀνάλογος
Headword (normalized/stripped):
αναλογος
IDX:
2321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2322
Key:
a)na/logos

Data

{'content': 'ἀνάλογος\n proportionate, Plat.: neut. as adv. in proportion, analogously, Arist.', 'key': 'a)na/logos'}