Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμομήτριος
ὁμόνεκρος
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνοος
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοος
ὁμόπολις
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὅμορος
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμόσε
ὁμοσθενής
View word page
ὁμόπλοος
ὁμόπλοος ὁμό-πλους, ουν, sailing together or in company, Anth.
ShortDef
sailing together
Debugging
Headword:
ὁμόπλοος
Headword (normalized):
ὁμόπλοος
Headword (normalized/stripped):
ομοπλοος
IDX:
23196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23219
Key:
o(mo/plous
Data
{'content': 'ὁμόπλοος\n ὁμό-πλους, ουν,\n sailing together or in company, Anth.', 'key': 'o(mo/plous'}