Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμολογουμένως
Ὁμολώϊος
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόνεκρος
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνοος
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοος
ὁμόπολις
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὅμορος
ὁμορροθέω
View word page
ὁμοπάτριος
ὁμοπάτριος ὁμο-πάτριος, α, ον by the same father, Hdt., Aesch.
ShortDef
by the same father
Debugging
Headword:
ὁμοπάτριος
Headword (normalized):
ὁμοπάτριος
Headword (normalized/stripped):
ομοπατριος
IDX:
23193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23216
Key:
o(mopa/trios
Data
{'content': 'ὁμοπάτριος\n ὁμο-πάτριος, α, ον\n by the same father, Hdt., Aesch.', 'key': 'o(mopa/trios'}