Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολώϊος
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόνεκρος
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνοος
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοος
ὁμόπολις
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
View word page
ὁμόνοος
ὁμόνοος ὁμό-νους, ουν, of one mind, Lat. concors: adv. -νόως, Xen.

ShortDef

of one mind, united

Debugging

Headword:
ὁμόνοος
Headword (normalized):
ὁμόνοος
Headword (normalized/stripped):
ομονοος
IDX:
23191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23214
Key:
o(mo/nous

Data

{'content': 'ὁμόνοος\n ὁμό-νους, ουν,\n of one mind, Lat. concors: adv. -νόως, Xen.', 'key': 'o(mo/nous'}