Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμολόγημα
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολώϊος
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόνεκρος
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνοος
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοος
ὁμόπολις
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμι
View word page
ὁμόνοια
ὁμόνοια ὁμόνοια, ας, ἡ, oneness of mind or thought, unity, concord, Thuc., Plat., etc. from ὁμόνοος

ShortDef

oneness of mind; concord (pr. n. Concordia)

Debugging

Headword:
ὁμόνοια
Headword (normalized):
ὁμόνοια
Headword (normalized/stripped):
ομονοια
IDX:
23190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23213
Key:
o(mo/noia

Data

{'content': 'ὁμόνοια\n ὁμόνοια, ας, ἡ,\n oneness of mind or thought, unity, concord, Thuc., Plat., etc.\n from ὁμόνοος', 'key': 'o(mo/noia'}