Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολώϊος
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόνεκρος
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνοος
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοος
ὁμόπολις
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
View word page
ὁμονοητικός
ὁμονοητικός from ὁμονοέω ὁμονοητικός, ή, όν conducing to agreement, in harmony, Plat.:—adv. -ικῶς ἔχειν to be of one mind, Plat.

ShortDef

conducing to agreement, in harmony

Debugging

Headword:
ὁμονοητικός
Headword (normalized):
ὁμονοητικός
Headword (normalized/stripped):
ομονοητικος
IDX:
23189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23212
Key:
o(monohtiko/s

Data

{'content': 'ὁμονοητικός\n from ὁμονοέω\n ὁμονοητικός, ή, όν\n conducing to agreement, in harmony, Plat.:—adv. -ικῶς ἔχειν to be of one mind, Plat.', 'key': 'o(monohtiko/s'}