Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμόλεκτρος
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολώϊος
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόνεκρος
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνοος
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοος
ὁμόπολις
ὁμόπτερος
View word page
ὁμονοέω
ὁμονοέω ὁμονοέω, fut. -ήσω ὁμόνοος to be of one mind, agree together, live in harmony, Thuc.; ὁμονοοῦσα ὀλιγαρχία a united oligarchy, Arist. c. dat. to live in harmony with others, c. dat., Plat.

ShortDef

to be of one mind, agree together, live in harmony

Debugging

Headword:
ὁμονοέω
Headword (normalized):
ὁμονοέω
Headword (normalized/stripped):
ομονοεω
IDX:
23188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23211
Key:
o(monoe/w

Data

{'content': 'ὁμονοέω\n ὁμονοέω,\n fut. -ήσω\n ὁμόνοος\n to be of one mind, agree together, live in harmony, Thuc.; ὁμονοοῦσα ὀλιγαρχία a united oligarchy, Arist.\n c. dat. to live in harmony with others, c. dat., Plat.', 'key': 'o(monoe/w'}