Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμοκλητήρ
ὁμόκλινος
ὁμόλεκτρος
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολώϊος
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόνεκρος
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνοος
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοος
View word page
ὁμομήτριος
ὁμομήτριος ὁμομήτριος, α, ον born of the same mother, Lat. frater uterinus, Hdt., Plat.; ὁμοματρία ἀδελφή Ar.

ShortDef

born of the same mother

Debugging

Headword:
ὁμομήτριος
Headword (normalized):
ὁμομήτριος
Headword (normalized/stripped):
ομομητριος
IDX:
23186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23209
Key:
o(momh/trios

Data

{'content': 'ὁμομήτριος\n ὁμομήτριος, α, ον\n born of the same mother, Lat. frater uterinus, Hdt., Plat.; ὁμοματρία ἀδελφή Ar.', 'key': 'o(momh/trios'}