ὁμομαστιγίας
ὁμομαστιγίας
ὁμο-μαστῑγίας, ου, ὁ,
a fellow-knave (cf. μαστιγίας) Ar.
{
"content": "ὁμομαστιγίας\n ὁμο-μαστῑγίας, ου, ὁ,\n a fellow-knave (cf. μαστιγίας) Ar.",
"key": "o(momastigi/hs"
}