Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλύω
ἀνάλωμα
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
View word page
ἀναλογίζομαι
ἀναλογίζομαι Dep., to reckon up, sum up, Plat., Xen. to calculate, consider, τι Thuc. foll. by a Conj., ἀναλ. ὡς, ὅτι, to recollect that, Thuc., Xen.

ShortDef

to reckon up, sum up

Debugging

Headword:
ἀναλογίζομαι
Headword (normalized):
ἀναλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αναλογιζομαι
IDX:
2319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2320
Key:
a)nalogi/zomai

Data

{'content': 'ἀναλογίζομαι\n Dep., to reckon up, sum up, Plat., Xen.\n to calculate, consider, τι Thuc.\n foll. by a Conj., ἀναλ. ὡς, ὅτι, to recollect that, Thuc., Xen.', 'key': 'a)nalogi/zomai'}