Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμοιοτροπία
ὁμοιότροπος
ὁμοιόω
ὁμοίωμα
ὁμοίωσις
ὁμόκαποι
ὁμόκεντρος
ὁμοκλάω
ὁμοκλή
ὁμόκληρος
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλινος
ὁμόλεκτρος
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολώϊος
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
View word page
ὁμοκλητήρ
ὁμοκλητήρ ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ, ὁμοκλάω one who calls out to, an upbraider, threatener, Il.

ShortDef

one who calls out to, an upbraider, threatener

Debugging

Headword:
ὁμοκλητήρ
Headword (normalized):
ὁμοκλητήρ
Headword (normalized/stripped):
ομοκλητηρ
IDX:
23176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23199
Key:
o(moklhth/r

Data

{'content': 'ὁμοκλητήρ\n ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ,\n ὁμοκλάω\n one who calls out to, an upbraider, threatener, Il.', 'key': 'o(moklhth/r'}