Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμοιότης
ὁμοιοτροπία
ὁμοιότροπος
ὁμοιόω
ὁμοίωμα
ὁμοίωσις
ὁμόκαποι
ὁμόκεντρος
ὁμοκλάω
ὁμοκλή
ὁμόκληρος
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλινος
ὁμόλεκτρος
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολώϊος
ὁμομαστιγίας
View word page
ὁμόκληρος
ὁμόκληρος ὁμό-κληρος, Doric ὁμό-κλᾱρος, ὁ, one who has an equal share of an inheritance, a coheir, Pind.
ShortDef
one who has an equal share
Debugging
Headword:
ὁμόκληρος
Headword (normalized):
ὁμόκληρος
Headword (normalized/stripped):
ομοκληρος
IDX:
23175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23198
Key:
o(mo/klhros
Data
{'content': 'ὁμόκληρος\n ὁμό-κληρος, Doric ὁμό-κλᾱρος, ὁ,\n one who has an equal share of an inheritance, a coheir, Pind.', 'key': 'o(mo/klhros'}