Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπρεπής
ὅμοιος
ὁμοιοτέλευτος
ὁμοιότης
ὁμοιοτροπία
ὁμοιότροπος
ὁμοιόω
ὁμοίωμα
ὁμοίωσις
ὁμόκαποι
ὁμόκεντρος
ὁμοκλάω
ὁμοκλή
ὁμόκληρος
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλινος
ὁμόλεκτρος
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
View word page
ὁμοίωσις
ὁμοίωσις ὁμοίωσις, εως, a becoming like, assimilation, Plat. likeness, resemblance, NTest.
ShortDef
a becoming like, assimilation
Debugging
Headword:
ὁμοίωσις
Headword (normalized):
ὁμοίωσις
Headword (normalized/stripped):
ομοιωσις
IDX:
23170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23193
Key:
o(moi/wsis
Data
{'content': 'ὁμοίωσις\n ὁμοίωσις, εως,\n a becoming like, assimilation, Plat.\n likeness, resemblance, NTest.', 'key': 'o(moi/wsis'}