Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμοιάζω
ὁμοίιος
ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπρεπής
ὅμοιος
ὁμοιοτέλευτος
ὁμοιότης
ὁμοιοτροπία
ὁμοιότροπος
ὁμοιόω
ὁμοίωμα
ὁμοίωσις
ὁμόκαποι
ὁμόκεντρος
ὁμοκλάω
ὁμοκλή
ὁμόκληρος
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλινος
View word page
ὁμοιότροπος
ὁμοιότροπος ὁμοιό-τροπος, ον, of like manners and life, Thuc.:— adv. -πως, in like manner with another, c. dat., Thuc.

ShortDef

of like manners and life

Debugging

Headword:
ὁμοιότροπος
Headword (normalized):
ὁμοιότροπος
Headword (normalized/stripped):
ομοιοτροπος
IDX:
23167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23190
Key:
o(moio/tropos

Data

{'content': 'ὁμοιότροπος\n ὁμοιό-τροπος, ον,\n of like manners and life, Thuc.:— adv. -πως, in like manner with another, c. dat., Thuc.', 'key': 'o(moio/tropos'}