Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμόεθνος
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοῆλιξ
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθρονος
ὁμοθυμαδόν
ὁμοιάζω
ὁμοίιος
ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπρεπής
ὅμοιος
ὁμοιοτέλευτος
ὁμοιότης
ὁμοιοτροπία
ὁμοιότροπος
ὁμοιόω
ὁμοίωμα
View word page
ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοκατάληκτος ὁμοιο-κατάληκτος, ον, ending alike, rhyming, of verses.

ShortDef

ending alike, rhyming

Debugging

Headword:
ὁμοιοκατάληκτος
Headword (normalized):
ὁμοιοκατάληκτος
Headword (normalized/stripped):
ομοιοκαταληκτος
IDX:
23159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23182
Key:
o(moiokata/lhktos

Data

{'content': 'ὁμοιοκατάληκτος\n ὁμοιο-κατάληκτος, ον,\n ending alike, rhyming, of verses.', 'key': 'o(moiokata/lhktos'}