Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμόδουλος
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοεθνής
ὁμόεθνος
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοῆλιξ
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθρονος
ὁμοθυμαδόν
ὁμοιάζω
ὁμοίιος
ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπρεπής
ὅμοιος
ὁμοιοτέλευτος
ὁμοιότης
View word page
ὁμόθρονος
ὁμόθρονος ὁμό-θρονος, ον, sharing the same throne, Pind.

ShortDef

sharing the same throne

Debugging

Headword:
ὁμόθρονος
Headword (normalized):
ὁμόθρονος
Headword (normalized/stripped):
ομοθρονος
IDX:
23155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23178
Key:
o(mo/qronos

Data

{'content': 'ὁμόθρονος\n ὁμό-θρονος, ον,\n sharing the same throne, Pind.', 'key': 'o(mo/qronos'}