Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
ὁμόδουλος
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοεθνής
ὁμόεθνος
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοῆλιξ
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθρονος
ὁμοθυμαδόν
ὁμοιάζω
ὁμοίιος
ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπρεπής
ὅμοιος
View word page
ὁμοθάλαμος
ὁμοθάλαμος ὁμο-θάλᾰμος, ον, living in the same chamber with another, c. gen., Pind.

ShortDef

living in the same chamber with

Debugging

Headword:
ὁμοθάλαμος
Headword (normalized):
ὁμοθάλαμος
Headword (normalized/stripped):
ομοθαλαμος
IDX:
23153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23176
Key:
o(moqa/lamos

Data

{'content': 'ὁμοθάλαμος\n ὁμο-θάλᾰμος, ον,\n living in the same chamber with another, c. gen., Pind.', 'key': 'o(moqa/lamos'}