Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
ὁμόδουλος
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοεθνής
ὁμόεθνος
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοῆλιξ
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθρονος
ὁμοθυμαδόν
ὁμοιάζω
ὁμοίιος
ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπρεπής
View word page
ὁμοῆλιξ
ὁμοῆλιξ ὁμο-ῆλιξ, ῐκος, = ὁμῆλιξ, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁμοῆλιξ
Headword (normalized):
ὁμοῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
ομοηλιξ
IDX:
23152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23175
Key:
o(moh=lic
Data
{'content': 'ὁμοῆλιξ\n ὁμο-ῆλιξ, ῐκος,\n = ὁμῆλιξ, Anth.', 'key': 'o(moh=lic'}