Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμοδέμνιος
ὁμόδημος
ὁμοδίαιτος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
ὁμόδουλος
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοεθνής
ὁμόεθνος
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοῆλιξ
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθρονος
ὁμοθυμαδόν
ὁμοιάζω
ὁμοίιος
ὁμοιοκατάληκτος
View word page
ὁμόεθνος
ὁμόεθνος ὁμό-εθνος, ον, = ὁμοεθνής, Polyb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμόεθνος
Headword (normalized):
ὁμόεθνος
Headword (normalized/stripped):
ομοεθνος
IDX:
23149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23172
Key:
o(mo/eqnos

Data

{'content': 'ὁμόεθνος\n ὁμό-εθνος, ον,\n = ὁμοεθνής, Polyb.', 'key': 'o(mo/eqnos'}