Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναλδής
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλύω
ἀνάλωμα
View word page
ἀνάλλομαι
ἀνάλλομαι Dep. , to leap or spring up, Ar., Xen.

ShortDef

to leap

Debugging

Headword:
ἀνάλλομαι
Headword (normalized):
ἀνάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
αναλλομαι
IDX:
2316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2317
Key:
a)na/llomai

Data

{'content': 'ἀνάλλομαι\n Dep. , to leap or spring up, Ar., Xen.', 'key': 'a)na/llomai'}