Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδαμος
ὁμοδέμνιος
ὁμόδημος
ὁμοδίαιτος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
ὁμόδουλος
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοεθνής
ὁμόεθνος
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοῆλιξ
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθρονος
ὁμοθυμαδόν
View word page
ὁμοδρομία
ὁμοδρομία ὁμοδρομία, ἡ, a running together, meeting, Luc. from ὁμόδρομος

ShortDef

a running together, meeting

Debugging

Headword:
ὁμοδρομία
Headword (normalized):
ὁμοδρομία
Headword (normalized/stripped):
ομοδρομια
IDX:
23146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23169
Key:
o(modromi/a

Data

{'content': 'ὁμοδρομία\n ὁμοδρομία, ἡ,\n a running together, meeting, Luc.\n from ὁμόδρομος', 'key': 'o(modromi/a'}