Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδαμος
ὁμοδέμνιος
ὁμόδημος
ὁμοδίαιτος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
ὁμόδουλος
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοεθνής
ὁμόεθνος
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοῆλιξ
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθρονος
View word page
ὁμόδουλος
ὁμόδουλος ὁμό-δουλος, ὁ, ἡ, a fellow-slave, Eur., Plat., etc.; ὁμ. τινος Plat.; τινι Xen.

ShortDef

a fellow-slave

Debugging

Headword:
ὁμόδουλος
Headword (normalized):
ὁμόδουλος
Headword (normalized/stripped):
ομοδουλος
IDX:
23145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23168
Key:
o(mo/doulos

Data

{'content': 'ὁμόδουλος\n ὁμό-δουλος, ὁ, ἡ,\n a fellow-slave, Eur., Plat., etc.; ὁμ. τινος Plat.; τινι Xen.', 'key': 'o(mo/doulos'}