Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδαμος
ὁμοδέμνιος
ὁμόδημος
ὁμοδίαιτος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
ὁμόδουλος
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοεθνής
ὁμόεθνος
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοῆλιξ
ὁμοθάλαμος
View word page
ὁμοδοξία
ὁμοδοξία ὁμοδοξία, ἡ, unanimity, Plat. from ὁμόδοξος
ShortDef
unanimity
Debugging
Headword:
ὁμοδοξία
Headword (normalized):
ὁμοδοξία
Headword (normalized/stripped):
ομοδοξια
IDX:
23143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23166
Key:
o(modoci/a
Data
{'content': 'ὁμοδοξία\n ὁμοδοξία, ἡ,\n unanimity, Plat.\n from ὁμόδοξος', 'key': 'o(modoci/a'}