Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδαμος
ὁμοδέμνιος
ὁμόδημος
ὁμοδίαιτος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
ὁμόδουλος
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοεθνής
ὁμόεθνος
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
View word page
ὁμοδίαιτος
ὁμοδίαιτος ὁμο-δίαιτος, ον, δίαιτα living with others, Luc.; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς common to the generality, Luc.

ShortDef

living with others

Debugging

Headword:
ὁμοδίαιτος
Headword (normalized):
ὁμοδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
ομοδιαιτος
IDX:
23141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23164
Key:
o(modi/aitos

Data

{'content': 'ὁμοδίαιτος\n ὁμο-δίαιτος, ον,\n δίαιτα\n living with others, Luc.; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς common to the generality, Luc.', 'key': 'o(modi/aitos'}