Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδαμος
ὁμοδέμνιος
ὁμόδημος
ὁμοδίαιτος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
ὁμόδουλος
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοεθνής
View word page
ὁμόδαμος
ὁμόδαμος ὁμό-δᾱμος, ον, Doric for ὁμόδημος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁμόδαμος
Headword (normalized):
ὁμόδαμος
Headword (normalized/stripped):
ομοδαμος
IDX:
23138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23161
Key:
o(mo/damos
Data
{'content': 'ὁμόδαμος\n ὁμό-δᾱμος, ον,\n Doric for ὁμόδημος.', 'key': 'o(mo/damos'}